συγκαταρίθμηση

συγκαταρίθμηση
η, Ν
συνυπολογισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συγχαταριθμώ. Η λ., στον λόγιο τ. συγκαταρίθμησις, μαρτυρείται από το 1873 στον Π. Α. Καββαδία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • συγκαταριθμήσῃ — συγκαταριθμέω reckon in aor subj mid 2nd sg συγκαταριθμέω reckon in aor subj act 3rd sg συγκαταριθμέω reckon in fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συναρίθμηση — η / συναρίθμησις, ήσεως, ΝΜΑ [συναριθμῶ] η ενέργεια τού συναριθμώ, συγκαταρίθμηση, συνυπολογισμός αρχ. 1. το άθροισμα τών γραμμάτων μιας λέξης τα οποία λαμβάνονται ως αριθμοί 2. ταξινόμηση στην ίδια κατηγορία …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”